Πληροφορίες
Η Πολυρρήνια ήταν αρχαία πόλη στη βορειοδυτική Κρήτη, περίπου 6 χιλιόμετρα νότια από το Καστέλλι Κισσάμου. Η πόλη άκμασε από τα αρχαία μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια και η επικράτειά της καταλάμβανε το δυτικό άκρο της Κρήτης. Το επίνειό της ήταν η Κίσσαμος. Η ακρόπολη της Πολυρρήνιας βρισκόταν στο ύψωμα πάνω από το χωριό Απάνω Παλαιόκαστρο, σε απότομο λόφο ύψους 418 μέτρων. Ο λόφος προσφέρει απρόσκοπτη θέα και φυσική οχύρωση, η οποία ενισχύθηκε με τείχος κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.
Ιστορία
Ο Στράβων ανέφερε ότι βρισκόταν δυτικά της Κυδωνίας, σε απόσταση 30 σταδίων από τη θάλασσα και 60 σταδίων από τα Φαλάσαρνα. Αναφέρει επίσης ότι οι κάτοικοί της κατοικούσαν αρχικά σε χωριά, αλλά οι Αχαιοί και Λάκωνες τους συγκέντρωσαν σε μια οχυρή πόλη με νότιο προσανατολισμό, υπονοώντας την ύπαρξή της από τους προϊστορικούς χρόνους. Το 220 π.Χ., κατά τη διάρκεια εμφυλίου πολέμου των κρητικών πόλεων, η Πολυρρήνια συμμάχησε με τη Λύττο, παρά το γεγονός ότι αρχικά ήταν εχθρός της, εναντίον της συμμαχίας Κνωσού και Γόρτυνας και έλαβε βοήθεια από τον Φίλιππο Ε΄. Ακολούθησε επιτυχημένη εκστρατεία, η οποία απέτρεψε τη Κνωσό και τη Γόρτυνα να κυριαρχήσουν στο νησί. Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης της Κρήτης, η Πολυρρήνια δεν αντιστάθηκε, σε αντίδραση προς τη γειτονική της Κυδωνία, και μάλιστα έστησαν άγαλμα προς τιμήν του στρατηγού Κόιντου Καικίλιου Μέτελλου, του οποίου η βάση σώζεται μέχρι σήμερα. Η πόλη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους απέκτησε υδραγωγείο, αλλά το κέντρο των δραστηριοτήτων μετακινήθηκε στο επίνειό της, την Κίσσαμο. Έκοβε δικό της νόμισμα από τον 4ο αιώνα π.Χ. μέχρι τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ σε αυτήν είχε περάσει στην κατοχή της το ιερό της Δικτύναιας. Η πόλη διατηρήθηκε μέχρι τους βυζαντινούς χρόνους, οπότε και στο λόφο κτίστηκε κάστρο, πιθανόν τον 10ο με 12ο αιώνα. Ήταν σε άμεση οπτική επαφή με τα κάστρα στη Μαλάθυρο και στη Ρόκκα. Η μικρότερη έκταση της βυζαντινής σε σχέση με την αρχαία οχύρωση πιθανόν μαρτυρά μείωση του πληθυσμού. Η συστηματική ανασκαφή του χώρου άρχισε το 1986.
Περιγραφή
Η πόλη καταλάμβανε το νοτιοδυτικό τμήμα απότομου λόφου. Τα ερείπια που σώζονται σήμερα χρονολογούνται κυρίως από τη ρωμαϊκή εποχή, ενώ σώζεται επίσης τμήμα των ελληνιστικών τειχών της πόλης. Επίσης έχει ανασκαφεί μεγάλο κτίριο λατρευτικής χρήσης το οποίο χρονολογείται από την πρώιμη ελληνιστική περίοδο. Στη θέση της αρχαίας ακρόπολης κτίστηκε βυζαντινό κάστρο, του οποίου τα τείχη σώζονται σε ύψος μέχρι 3,5 μέτρων. Ένα από τα πιο εμφανή κατάλοιπα της αρχαίας πόλης είναι το υδραγωγείο. Είναι λαξευτό και είναι ορατό στην κεντρική πλατεία του σύγχρονου χωριού. Δίπλα του βρίσκεται σώζεται ημικυκλικός οχυρωματικός πύργος, ο οποίος συνδέεται με το υδραγωγείο μέσω αγωγού. Επίσης εντός του χωριού σώζονται τμήματα από τις στοές του. Το νερό συλλεγόταν από λαξευτή υπόγεια δεξαμενή, η οποία συνδεόταν με πήλινο ανοικτό αγωγό με δεύτερη δεξαμενή. Επιπλέον, στον αρχαιολογικό χώρο υπάρχουν διάσπαρτες λαξευτές στέρνες. Δεξαμενές υπάρχαν και στην ακρόπολη. Τα σπίτια της Πολυρρήνιας ήταν λαξευτά, με κτιστές προσόψεις. Ψηλότερα στο λόφο βρίσκεται ο ναός των 99 Αγίων Πατέρων, ο οποίος κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα χρησιμοποιώντας αρχαία δομικά υλικά. Ανάμεσα στα υλικά που έχουν ενσωματωθεί στο ναό είναι και αρχαίες επιγραφές, οι οποίες χρονολογούνται από τον 3ο με 1ο αιώνα π.Χ. Δίπλα στο ναό έχει ανασκαφεί μεγάλο κτίριο λατρευτικής χρήσης, βωμός ή ναός, πιθανόν αφιερωμένος στην Άρτεμη. Εντός της ακρόπολης έχουν εντοπιστεί λείψανα παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Η νεκρόπολη των ελληνιστικών χρόνων βρισκόταν στο χαμηλότερο σημείο του λόφου, αλλά εντός των τοιχών, και περιλαμβάνει λαξευτούς τάφους με θαλάμους, τόσο υπέργειους όσο και υπόγειους.