Η τοποθεσία μας στον χάρτη

Πληροφορίες

Η Αστυπάλαια (ή Αστροπαλιά και Αστυπαλιά) είναι νησί του Αιγαίου με 1.376 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021. Η Αστυπάλαια ανήκει στον Νομό Δωδεκανήσου, αλλά γεωγραφικά και πολιτισμικά βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες.

Όνομα

Κατά μία άποψη, το νησί ονομάστηκε έτσι (άστυ + παλαιός) από τους Δωριείς κατοίκους του, οι οποίοι βρήκαν στην περιοχή ίχνη παλαιότερου οικισμού των Φοινίκων, κατά τους ισχυρισμούς αρχαιολόγων. Το νησί απεκτησε και άλλα ονόματα, όπως ″Πύρρα″ ( για το ερυθρό χρώμα της γής ), ″Πυλαία″, ″Θεών Τράπεζα″ και ″Ιχθυόεσσα″. Οι κάτοικοί της λέγονται Αστυπαλίτες ή Αστροπαλίτες.

Πληροφορίες

Η Αστυπάλαια είναι το πιο δυτικό νησί από τα Δωδεκάνησα και γι' αυτό έχει δεχτεί πολλές επιρροές από τις Κυκλάδες. Συχνά αποκαλείται και «πεταλούδα του Αιγαίου», λόγω του σχήματος του νησιού. Η Χώρα της Αστυπάλαιας είναι από τις πιο όμορφες και εντυπωσιακές στο Αιγαίο. Εκτείνεται αμφιθεατρικά πάνω σε έναν λόφο με ανεμόμυλους και λευκά σπιτάκια, ενώ το φημισμένο κάστρο δεσπόζει στην κορυφή.

Ιστορία

Κατά τη μυθολογία, η Αστυπάλαια και η Ευρώπη ήταν κόρες του Φοίνικος και της Περιμήδης. Από την ένωση της Αστυπάλαιας με τον Ποσειδώνα γεννήθηκε ο Αργοναύτης Αγγαίος και ο βασιλιάς της Κω Ευρύπυλος. Σύμφωνα με τον Στέφανο τον Βυζάντιο η Αστυπάλαια κατοικήθηκε αρχικά από Κάρες, που πρώτοι την ονόμασαν Πύρρα. Κατά τον ρωμαίο ποιητή Οβίδιο το νησί πέρασε από την κατοχή της Κρήτης, τον καιρό του Μίνωα, ενώ αργότερα εξελληνίστηκε από αποίκους που ήρθαν από τα Μέγαρα. Μεγαρείς αποίκους στην Αστυπάλαια, πατρίδα του ολυμπιονίκη Κλεομήδη, αναφέρει και ο Σκύμνος. Ακόμη, μια επιγραφή του 4ου π. Χ. αι. που βρέθηκε στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου αναφέρει τους πρώτους Αστυπαλίτες ως αργολικής καταγωγής.

Αρχαίοι Χρόνοι

Κατά τους αρχαίους χρόνους πρέπει να παρουσίασε ιδιαίτερη ακμή, όπως μαρτυρούν διάφορα ευρήματα, κυρίως νομίσματα, που βρέθηκαν στο νησί αλλά και οι συχνές αναφορές σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων. Το όνομα της νήσου περιλαμβάνεται στις “Αναγραφές των φόρων” των Αθηναίων, ήταν επομένως φόρου υποτελής στην Αθήνα. Από τις ίδιες πηγές μαθαίνουμε ακόμη ότι υπήρχαν ιερά της Αθηνάς, του Δία, του Απόλλωνα, του Ασκληπιού, της Περσεφόνης και Αρτέμιδος, καθώς επίσης και Πρυτανείο, Θέατρο, Στοά και Αγορά. Επίσης από την Αστυπάλαια καταγόταν ο ιστορικός Ονησίκριτος που πήρε μέρος στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την ελληνιστική εποχή η Αστυπάλαια υπήρξε λιμάνι – σταθμός των Πτολεμαίων της Αιγύπτου και υποστηρίζεται ότι αυτή την περίοδο ιδρύεται στο νησί νομισματοκοπείο, ενώ κατά τη ρωμαϊκή περίοδο παρουσίασε σημαντική ακμή, χάρις στα πολλά φυσικά λιμάνια που αποτελούσαν ορμητήριο κατά των πειρατών. Αναφέρεται ιδιαίτερη συνθήκη με τους Ρωμαίους, το 149 π. Χ., για χρησιμοποίηση του νησιού ως ναυτιλιακού σταθμού με αντάλλαγμα την αυτονομία του, συνθήκη που ανανεώθηκε το 105 π. Χ. και η Αστυπάλαια απέκτησε την προσωνυμία “civitas foederata”.

Βυζαντινή Εποχή και Ενετοκρατία

= Βυζαντινό Θέμα Αιγαίου

= Κατά τη βυζαντινή εποχή τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους – του “Αρχιπελάγους” - έπαιξαν τον ρόλο ναυτικών βάσεων με στρατηγική σημασία ως προς τον έλεγχο των διεθνών διελεύσεων. Η Αστυπάλαια υπάγεται κι αυτή στο “θέμα του Αιγαίου”, στη βυζαντινή δηλαδή επαρχία των Κυκλάδων. Ολόκληρη η περίοδος χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερα έντονη ανασφάλεια των νησιωτικών πληθυσμών, που εντείνεται τον 7ο αι. μ. Χ. με τη δημιουργία του Αραβικού κράτους και την εγκατάσταση πειρατικών βάσεων στην Κιλικία, Σικελία και Κρήτη. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Πάρος, η οποία τον 7ο ή 8ο αι. εγκαταλείπεται τελείως και γίνεται ορμητήριο πειρατών. Γενικά, η έξαρση της πειρατείας έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικιστική δομή της περιοχής, με την παρακμή των παράλιων οικισμών, τη μετακίνηση των πληθυσμών προς το εσωτερικό των νησιών και την ανέγερση ορισμένων κάστρων για προστασία, από τη βυζαντινή διοίκηση σ' όσα από τα νησιά δεν έμειναν εντελώς έρημα. Στην Αστυπάλαια την εποχή αυτή ενδέχεται να ανάγεται το Κάστρο του Αγ. Ιωάννη, στη Νοτιοδυτική ακτή του νησιού, το οποίο αναφέρεται από τον αρχαιολόγο Ludwing Ross και σημειώνεται σε χάρτη του Buon Delmonti. Όμως η γενική εξασθένιση του Βυζαντινού κράτους πριν την κατάκτηση του από τους Λατίνους, είχε ως συνέπεια την εγκατάλειψη των νησιών του Ν. Αιγαίου από τον Βυζαντινό στόλο και οπωσδήποτε την έλλειψη ελέγχου της ναυσιπλοΐας.

= Ενετοκρατία

= Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους από τους Φράγκους, το 1204, το δυτικό φεουδαλικό σύστημα επεκτείνεται και στον ελλαδικό χώρο, με τη διανομή των γαιών της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μεταξύ των Φράγκων κατακτητών. Οι Κυκλάδες και τα άλλα νησιά του Αρχιπελάγους περιέρχονται στη δικαιοδοσία της Βενετίας. Η κατάκτηση των νησιών και η δημιουργία του Δουκάτου της Νάξου πραγματοποιούνται από τον Ενετό Marco Sanudo ( ανεψιό του δόγη της Βενετίας ) με τη μορφή ιδιωτικής επιχείρησης. Έτσι ιδρύθηκε το Δουκάτο της Νάξου, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις στην περιοχή, με τον έλεγχο των “στενών” προς όφελος της Βενετίας, διατηρώντας ταυτόχρονα και μια σχετική ανεξαρτησία.

Η Αστυπάλαια, κατά τον G. Gerola, παραχωρήθηκε το 1207 από τον Δούκα του Αρχιπελάγους Marco Sanudo στον Ενετό ευγενή Τζοβάνι Ι Κουερίνι σε ανταπόδοση των υπηρεσιών του τελευταίου κατά την ίδρυση του νέου δουκάτου. Ο Querini θεωρήθηκε ετσι, ως ο ιδρυτής και πρώτος ιδιοκτήτης μιας οίκησης, που αποτέλεσε τον πυρήνα του σημερινού οικισμού. Σύμφωνα με τον Raymond – Joseph Loenertz όμως, που έχει ασχοληθεί διεξοδικά με τη γενεαλογία των Querini, η οικογένεια απέκτησε την κυριότητα του νησιού μόλις το 1413. Πάντως, σαφείς πληροφορίες για την πιθανή πρώτη αυτή οίκηση, καθώς επίσης και τον όποιο εποικισμό του νησιού, δεν υπάρχουν. Από το 1207 ως και τις αρχές του 14ου αι. επικρατεί στο Αιγαίο σχετική ειρήνη με την εδραίωση της φράγκικης παρουσίας στο Αρχιπέλαγος, η πειρατεία όμως εξακολουθεί να μαστίζει τα νησιά και κατά την εποχή αυτή. Για τον λόγο αυτό, μετά τα πρώτα 50 χρόνια λατινικής κυριαρχίας, διαπιστώνεται ότι όλα σχεδόν τα νησιά έχουν κάποιου είδους οχύρωση. Πάντως τον πρώτο αιώνα μετά τη φράγκικη κατάκτηση, τα νησιά που είχαν ερημωθεί από τις επιδρομές των Αράβων έχουν επαναποικισθεί. Έτσι, ενώ στα χρόνια που πέρασαν είχαν ερημωθεί ακόμα και μεγάλα νησιά, στα μέσα του 14ου αιώνα παρουσιάζονται κατοικημένα πολυάριθμα μικρότερα, όπως η Αμοργός. Σέριφος, Σίφνος, Φολέγανδρος, Ανάφη ακόμη και η Αστυπάλαια.

= Επανάκτηση από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία

= Η τελευταία, στα 1269 επανέρχεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά την ανακατάληψη της από τον ναύαρχο του Βυζαντίου Λικάριο μαζί με άλλα νησιά, όπως π.χ. η Σίφνος. Σύμφωνα με τον G. Gerola, το 1310 συνδυασμένη επιχείρηση του Giavanni II Querini και της οικογένειας των Γκριμάνι αποκαθιστά την κυριότητα της δυναστείας στο νησί, με συνιδιοκτήτη αυτή τη φορά την οικογένεια των Grimani. Η αναφορά αυτή, βέβαια, δεν συμβιβάζεται με τις απόψεις του R. J. Loenertz, ο οποίος γράφει ότι τα περί ανάκτησης του νησιού, το 1310 από τους Querini, οφείλονται στον Karl Hopf, αλλά δεν πιστοποιούνται. Αντίθετα πιστοποιείται από τον R. J. Loenertz η παρουσία των Grimani στην Αστυπάλαια, οι οποίοι το 1384 εμφανίζονται ως κύριοι της Αστυπάλαιας και της Αμοργού.

Πάντως, μετά τα πρώτα χρόνια της φραγκικής κατάκτησης παρατηρείται μια γενική επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης στο Αρχιπέλαγος. Η “αιώνια¨ανασφάλεια στο νησιωτικό χώρο οξύνεται στις αρχές του 14 αι. με την πύκνωση των εμφανίσεων Τούρκων πειρατών. Το 1318 σηματοδοτεί τη νέα αυτή περίοδο αναστάτωσης στο Αιγαίο με συγκεκριμένες αναφορές σε ολοκληρωτικές ερημώσεις νησιών. Οι επιδρομές και οι αρπαγές των Τούρκων κατά τον 14 αι., δεν περιορίζονται στο Αιγαίο, όπου η πειρατεία ήταν το γενικό φαινόμενο, αλλά επεκτείνονται μέχρι και το Ιόνιο. Από τα παράλια λοιπόν της Μ. Ασίας, ιδίως από το εμιράτο του Μεντεσέ, “πραγματική φωλιά πειρατών, πλέουν οι Τούρκοι στα απέναντι Δωδεκάνησα, αρπάζουν κοπάδια, σοδειές και αιχμαλωτίζουν τους κατοίκους”. Την εποχή αυτή πολλά νησιά του Αιγαίου ερημώνονται για λίγα ή πολλά χρόνια, όπως π.χ. η Τένεδος στα 1383 ή η Αστυπάλαια στο 1341, όταν επέδραμαν Τούρκοι από τη Μικρά Ασία με επικεφαλής τον Omar Morbassan, εμίρη του Αϊδινίου. Η καταστροφή από την επιδρομή ήταν μεγάλη, με αποτέλεσμα το νησί να εγκαταλειφθεί τελείως για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η συνεχώς αυξανόμενη παρουσία των Τούρκων αναγκάζει τη Βενετία σε αναθεώρηση της πολιτικής της, της σχετικής ανεξαρτησίας των διαφόρων αρχόντων, και σε ανάληψη άμεσης διοίκησης. Έτσι η δυναστεία των Γκύζη της Τήνου και Μυκόνου σβήνει το 1390, το Δουκάτο της Νάξου όμως εξακολουθεί την ανεξάρτητη πορεία του. Τελικά η συστηματική οχύρωση των οικισμών του Αιγαίου ανάγεται ακριβώς στο β' μισό του 14ου αι. και στις αρχές του 15ου. Στην ίδια περίοδο εντάσσεται και η περίπτωση οχύρωσης της Αστυπάλαιας. Το 1413 ο Giovanni IV – Zannaki Querini, διοικητής της Τήνου και Μυκόνου, εποικίζει – εκ νέου – το έρημο νησί και εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις για μια μόνιμη παρουσία. Το γεγονός πιστοποιείται απ' όλους τους μελετητές. Με οικονομική συνεισφορά των Grimani κτίζει το Κάστρο (ή ανακαινίζει προϋπάρχουσα οχύρωση) και μεταφέρει εποίκους από την Τήνο και Μύκονο για να αξιοποιήσει το τιμάριο. Το όλο εγxείρημα επισημοποιείται με τη μετονομασία του νησιού σε “Αστυ – νέα”. Η μαζική και οργανωμένη αυτή πληθυσμιακή μεταφορά προσέκρουσε σε έντονη αντίδραση της Βενετικής διοίκησης, η οποία προσπάθησε να επιβάλει επιστροφή των εποίκων στα νησιά τους, χωρίς όμως επιτυχία. Τελικά η ουσιαστική ίδρυση του νεότερου οικισμού της Αστυπάλαιας οφείλεται σε μια οργανωμένη και χρονικά εντοπισμένη προσπάθεια εκμετάλλευσης της φεουδαρχικής ιδιοκτησίας και συνδέεται με πράξη εποικισμού μέσω μαζικής μεταφοράς καλλιεργητών, φαινόμενο συνηθισμένο βέβαια στον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα στις αποικίες των Φράγκων στην Ανατολή. Ακόμη, συμπίπτει χρονικά με τη μείωση της επιρροής της Βενετίας στον χώρο του Αιγαίου, τη συρρίκνωση του εμπορίου της Ανατολής και τη βούληση της Βενετικής διοίκησης για καλύτερη οργάνωση της άμυνας των κτήσεων της (το κάστρο της Αντιπάρου κτίζεται κι αυτό τον 15ο αι.). Ο Goavanni IV – Zannaki Querini πεθαίνει το 1421 και ο διάδοχος του, Giovanni, πάλι Querini, αποκτά το 1446 το ένα τέταρτο της Αμοργού, με παραχώρηση από τη Βενετική διοίκηση. Η συνιδιοκτησία της Αμοργού από τους Querini και τους Grimani πιστοποιεί τις σχέσεις των δύο οικογενειών, που, κατά τον Gerola, ανάγονται στην εποχή του Giovanni II Querini και την κοινή τους προσπάθεια ανάκτησης της Αστυπάλαιας. Με τον θάνατο του Giovvani Querini, η Αστυπάλαια και η νέα κτήση της Αμοργού περιέρχονται στον Francesco, γιο του Giovanni – Zanaki Querini, υπό την κυριαρχία του οποίου ο πληθυσμός της Αστυπάλαιας ανέρχεται το 1470 σε 400 μόλις άτομα. Το 1494 καταλύεται η ανεξαρτησία του δουκάτου της Νάξου, στα πλαίσια της αμεσότερης ανάμειξης της Βενετίας στο Αιγαίο, η προσπάθεια όμως δεν απέτρεψε την Οθωμανική εξάπλωση. Το 1537 ο Σουλεϊμάν Α' ο Μεγαλοπρεπής, εκστρατεύει εναντίον της Κέρκυρας, με αρχηγό του στόλου τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Η αποτυχία του εγχειρήματος στρέφει τον τελευταίο προς τις φραγκικές κτήσεις του Αιγαίου. Ερημώνει τα Κύθηρα, προσβάλλει την Αίγινα και την Κέα, παίρνοντας 1200 σκλάβους και συνεχίζει εναντίον των Κυκλάδων. Δεν είναι ξεκαθαρισμένο ποια νησιά επέταξε κατά σειρά, αλλά πάντως κατέλυσε τις τοπικές δυναστείες των Michieli στη Σέριφο, των Pisani στην Ίο, Ανάφη, Αντίπαρο και των Querini στην Αστυπάλαια και Αμοργό. Η Ενετική κατοχή επομένως για την Αστυπάλαια τελειώνει το 1537, χωρίς όμως καταστρεπτικά αποτελέσματα, γιατί ίσως το νησί είχε δηλώσει υποταγή προ της καταλήψεως του. Ανεξάρτητα απ' αυτό το 1540 με συνθήκη Βενετίας – Τουρκίας η Αστυπάλαια αποδίδεται επίσημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Τουρκοκρατία

Από το 1537 έως το 1566 το νησί αυτοδιοικείται από το Συμβούλιο δημογερόντων, εκλεγόμενο με δικαστική, δημοσιονομική και διοικητική εξουσία. Το 1566, επί της εποχής του γιου του Σουλεϊμάν Α', του Σελίμ του Β', καταλύεται και το εναπομένον Δουκάτο του Αιγαίου και αποδίδεται στον Εβραίο τραπεζίτη, ευνοούμενο του Σουλτάνου, Ιωσήφ Νάζη. Η Αστυπάλαια είναι ένα από τα νησιά που περιλαμβάνονται στη δικαιοδοσία του. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας συνεχίζεται κατά κάποιο τρόπο και η οργάνωση του παλαιού Δουκάτου του Αιγαίου, που αποτελεί πια το “σαντζάκι της Νάξου”. Οι διοικητές του σαντζακίου είναι εκμισθωτές φόρων (Τούρκοι και αργότερα Έλληνες), που διοικούν κατά το παλιό φεουδαρχικό σύστημα αποδίδοντας φόρους στον “Καπουδάν Πασά”. Το σύστημα όμως ατονεί σιγά σιγά και η διοίκηση περνάει στους μπέηδες κάθε νησιού ή συγκροτήματος νησιών, οι οποίοι όμως, από φόβο των πειρατών αποφεύγουν να μένουν στα νησιά και έτσι, από τις αρχές του 17ου αι. κυρίως, αναπτύσσεται η τοπική αυτοδιοίκηση σε κάθε νησί. Με την επιβολή πάντως των Οθωμανών στο Αιγαίο και τον επανεποικισμό των νησιών – στην Αστυπάλαια μεταφέρεται Αλβανικός πληθυσμός – παρατηρείται βαθμιαία ύφεση των μεγάλων πειρατικών επιδρομών, με περιορισμό της δράσεως μεγάλων πειρατικών καραβιών και επιχειρήσεων. Νέα ένταση της αναρχίας στο Αιγαίο σημειώνεται κατά τον 17ο αι., με τις επιδρομές κυρίως Δυτικοευρωπαίων καθολικών πειρατών, κυρίως Γάλλων στην υπηρεσία του δούκα της Τοσκάνης, που έχουν ορμητήριο τη Μάλτα ( Ιππότες του Αγίου Ιωάννη ), το Λιβόρνο ( Ιππότες του Αγ. Στεφάνου ) και τη Μαγιόρκα. Η ένταση της πειρατείας στο Αιγαίο προϋποθέτει βέβαια την συνεργασία των νησιωτών, οι οποίοι αναγκάζονται να προσαρμοσθούν σ' αυτή την κατάσταση, συναλλασσόμενοι και συνεργαζόμενοι με τους πειρατές, και αποκτούν έτσι μεγάλη πείρα στη ναυτιλία, ως πλοηγοί στα ξένα πλοία. Για την Αστυπάλαια έχουμε πληροφορίες ότι ανήκε κι αυτή στις πειρατοφωλιές, όπως και η Σύρα, Μήλος, Κίμωλος, Επισκοπή κ.α. Η παραμονή Τούρκων γινόταν έτσι όλο και πιο ανασφαλής στην περιοχή, με αποτέλεσμα την αδυναμία της κεντρικής εξουσίας να ασκεί τη διοίκηση σε όλη της την έκταση και κατά συνέπεια την ανάπτυξη του κοινοτικού συστήματος διοίκησης. Η ακαταστασία στην περιοχή εντείνεται ακόμη περισσότερο με τον Τουρκοενετικό πόλεμο του 1683–1699 και τη συμμετοχή Φράγκων πειρατών σε αυτόν. Οι νησιώτες αναγκάζονταν να επανδρώσουν τουρκικά πλοία και δημιουργήθηκαν με αυτόν τον τρόπο οι βάσεις για τη ναυτιλιακή ανάπτυξη των νησιών. Η ναυτιλία στο Αιγαίο εξελίχθηκε σε εμπορική κυρίως μετά την εδραίωση της τουρκικής κυριαρχίας και τον περιορισμό του εμπορίου των Ενετών. Γενικά τον 18ο και τον 19ο αιώνα η οικονομία των νησιών ακολουθεί μια ανοδική πορεία με παράλληλη άνοδο του πληθυσμού. Η Αστυπάλαια με γεωργοκτηνοτροφική κυρίως παραγωγή παρουσιάζει μια εμπορική δραστηριότητα, στην περιφέρεια όμως της Σύμης και της Καλύμνου. Έτσι, στα 1806 ο περιηγητής Turner αναφέρει για την Αστυπάλαια πληθυσμό 2.000 κατοίκους, ενώ ο John Galt στην περιήγηση του στην Ανατολή, μεταξύ 1809 – 1811, αναφέρει για το νησί πληθυσμό 1.500 κατοίκων και παραγωγή 20.000 κιλά σιτάρι.

Στις 4 Μαΐου 1823 οι Αστυπαλίτες κατήργησαν την οθωμανική κυριαρχία και έλαβαν μέρος στη Ναυμαχία του Γέροντα. Κατά τη διοικητική διαίρεση του 1828, που έγινε από τον Καποδίστρια, περιελήφθη στο νέο ελληνικό κράτος, αργότερα όμως με το πρωτόκολλο των Προστάτιδων Δυνάμεων του 1830 αποδόθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Στο διάστημα του 1830–1870 η οικονομία του νησιού αναπτύσσεται, με την ισχυροποίηση του διαμετακομιστικού εμπορίου, η βιομηχανική όμως επανάσταση στην Ευρώπη και η καταστροφή του περίφημου εμπορίου της Ανατολής αναστατώνουν τις δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με δυσμενείς συνέπειες για το νησί. Επιχειρείται συγκέντρωση του ελέγχου και της εξουσίας, με την επιβολή φόρων και κατάργηση – μετά το 1870 – των προνομίων. Η Αστυπάλαια πλέον δεν μπορεί να ζήσει τον πληθυσμό της, που υπερβαίνει τις 4.000 και αρχίζει η μετανάστευση. Οι περισσότεροι αχθοφόροι κατά την περίοδο ακμής της Σύρου κατάγονταν από την Αστυπάλαια. Ο χαρακτηρισμός «αστροπαλίτης» υποβαθμίστηκε έτσι ώστε να σημαίνει γενικά τον "χαμάλη". Στη συνέχεια, επειδή οι αστροπαλίτες αυτοί δεν ήταν ούτε δημότες αλλά ούτε εγγεγραμμένοι στα μητρώα του λιμένος Σύρου, έφθασε ο όρος αστροπαλίτης να σημαίνει παράλληλα και εκείνον που δεν είχε δικαίωμα ψήφου.

Νεότερη ιστορία

Τον Απρίλιο του 1912 κατά τον Ιταλοτουρκικό πόλεμο, το νησί καταλαμβάνεται απο την Ιταλία. Τον Μάιο του 1914 καθώς οι διωγμοί στα απέναντι μικρασιατικά παράλια είχαν ενταθεί ενάντια στο ελληνικό στοιχείο, πολλοί Μικρασιάτες κατέφυγαν στα νησιά ανάμεσα στα οποία και η Αστυπάλαια. Τους τελευταίους μήνες του 1918, μετά τη λήξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου για την Τουρκία, άρχισε η παλιννόστηση των προσφυγών στη Μικρά Ασία. Συγκεκριμένα με τη ανακωχή του Μούδρου (1918) και την αποβίβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (1919) αρκετοί πρόσφυγες που είχαν παραμείνει στα Δωδεκάνησα επέστρεψαν στη Μικρά Ασία αλλά προσωρινά όπως αποδείχθηκε. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, πολλές οικογένειες Μικρασιατών εγκαταστάθηκαν πλέον οριστικά στην Αστυπάλαια και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Η ιταλική κυριαρχία διήρκεσε μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε παραχωρείται στην Ελλάδα, μαζί με τα άλλα Δωδεκάνησα. Η επίσημη ενσωμάτωση με την Ελλάδα έγινε στις 7 Μαρτίου του 1948.

Μορφολογία

Οι ακτές της Αστυπάλαιας είναι βραχώδεις, με όρμους και παραλίες. Μια μικρή λωρίδα γης περίπου 100 μέτρων, το Στενό, χωρίζει το νησί σε δύο τμήματα το μέσα και το έξω νησί. Στα νοτιοανατολικά υπάρχουν διάφορα μικρά νησιά, όπως η Αγία Κυριακή, ο Χονδρός, το Κουνούπι και ο Κουτσομύτης. Στα Δυτικά βρίσκονται οι νησίδες Οφιδούσα, Χτένια, Ποντικούσα και αλλες. Η πρωτεύουσα και κύριο λιμάνι του νησιού είναι η Αστροπαλιά, ή Χώρα.

Προστατευόμενη τοποθεσία

Το Ανατολικό τμήμα της νήσου Αστυπάλαιας, οι γύρω νησίδες, η Οφιδούσα και η θαλάσσια ζώνη τους (Ακρ. Λάντρα - Ακρ. Βρύση) είναι προστατευόμενοι βιότοποι του Natura 2000, με κωδικό GR4210009, κατά μία συνολική έκταση 70,32 τ.χλμ.

Οικισμοί

Εκτός από τη Χώρα που είναι η πρωτεύουσα, υπάρχει ένα ακόμη χωριό που ονομάζεται Ανάληψη (παλιά ονομασία Μαλτεζάνα ή Μαρτιζάνα) και απέχει δέκα χλμ από τη Χώρα. Εδώ βρίσκεται και το αεροδρόμιο του νησιού. Τους καλοκαιρινούς μήνες κατοικείται και το Λιβάδι, παραθαλάσσιος οικισμός που βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση από τη Χώρα. Ένας ακόμη μικροσκοπικός οικισμός βρίσκεται στα ΒΑ του νησιού και λέγεται Βαθύ.

Αξιοθέατα

Το σπουδαιότερο αξιοθέατο είναι το κάστρο της Αστυπάλαιας που αποτελεί κατάλοιπο της Ενετοκρατίας. Στις παρυφές του κάστρου βρίσκεται και η ονομαστή εκκλησία της Παναγίας της Πορταΐτισσας, που γιορτάζει στις 15 Αυγούστου. Στο πανηγύρι της προσφέρεται δωρεάν δείπνο σε όλους, με πρώτο πιάτο τη σπεσιαλιτέ του νησιού, το περίφημο Λαμπριανό, (κατσικάκι γεμιστό με ρύζι και συκωτάκια).Μέσα στο κάστρο, βρίσκονται οι εκκλησίες του Ευαγγελισμού και του Αγίου Γεωργίου. Σήμα κατατεθέν του νησιού είναι και οι πολύ καλά διατηρημένοι ανεμόμυλοι. Άξιο επίσκεψης είναι επίσης το κάστρο του Αγίου Ιωάννη, καθώς και τα δύο σπήλαια του νησιού, πλούσια σε σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Στη Χώρα βρίσκεται και το Αρχαιολογικό Μουσείο της νήσου, με αρκετά εξαιρετικά εκθέματα.

Συγκοινωνία

Η Αστυπάλαια συνδέεται ακτοπλοϊκά με τον Πειραιά και τα άλλα νησιά των Δωδεκανήσων μέσω του λιμανιού της Σκάλας. Στο νησί υπάρχει και αεροδρόμιο με σχετικά καλή σύνδεση με τον αερολιμένα Αθηνών και Ρόδου.

Αεροδρόμιο

Ο Κρατικός Αερολιμένας Αστυπάλαιας (IATA: JTY) συνδέει το νησί με την Αθήνα, τη Λέρο, την Κω και τη Ρόδο. Χρησιμοποιούνται αεροσκάφη DASH 8-100 (37 θέσεων). Υπάρχουν διαφορετικά δρομολόγια από και προς Αθήνα και από και προς Ρόδο κατά την καλοκαιρινή και κατά τη χειμερινή περίοδο.

Ο Δήμος Αστυπάλαιας

Ο δήμος Αστυπάλαιας περιλαμβάνει το νησί της Αστυπάλαιας, καθώς και τις γύρω νησίδες. Αναλυτικά οι οικισμοί και οι νησίδες που αποτελούν τον δήμο Αστυπάλαιας:

η Αγία Κυριακή (νησίδα) [ 0 ] οι Αδελφοί (νησίδα) [ 0 ] η Ανάληψη [ 159 ] το Αυγό (νησίδα) [ 0 ] το Βαθύ [ 10 ] το Γλυνό (νησίδα) [ 0 ] ο Ζαφοράς (νησίδα) [ 0 ] το Κατσαγρέλλι (νησίδα) [ 0 ] οι Κουνούποι (νησίδα) [ 0 ] το Κουτσομύτι (νησίδα) [ 0 ] τα Λιβάδια [ 110 ] το Μεσονήσι (νησίδα) [ 0 ] η Οφιδούσσα (νησίδα) [ 0 ] η Πλακίδα (νησίδα) [ 0 ] η Ποντικούσα (νησίδα) [ 0 ] τα Στεφάνια (νησίδα) [ 0 ] η Σύρνα (νησίδα) [ 0 ] το Τηγάνι (νησίδα) [ 0 ] τα Φωκιονήσια (νησίδα) [ 0 ] το Χονδρονήσι (νησίδα) [ 0 ] το Χονδρό (νησίδα) [ 0 ] η Χώρα [ 1.055 ] Σημειώνεται ότι με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα Καλλικράτης ουδεμία μεταβολή επήλθε στο Δήμο, σύμφωνα με το άρθρο 1,§ 2.10.Γ. αυτού.

Διατελέσαντες δήμαρχοι

Ο δήμος Αστυπαλαίας συστάθηκε για πρώτη φορά στις 28 Σεπτεμβρίου 1948. Δήμαρχοι διετέλεσαν τα εξής πρόσωπα:

Σημειώσεις

Λεπτομερείς ναυτιλιακές πληροφορίες για τη νήσο Αστυπάλαια παρέχει ο Ελληνικός Πλοηγός 4ος τόμος, επίσης ο χάρτης ελληνικής έκδοσης: ΧΕΕ-424, που καλύπτει όλη τη θαλάσσια περιοχή από νήσο Ανάφη μέχρι τη νήσο Κω και ειδικότερα ο ΧΕΕ-424/3 που είναι και ο λιμενοδείκτης των όρμων Βαθύ, Αγίου Ανδρέα, Σκάλας και του όρμου Ανάληψης (Μαλτεζάνα) της νήσου.

Παραπομπές

Βιβλιογραφία

Π. Γραμματόπουλος, Σ. Μαμαλούκος, Σ. Νέλλα - Ποτηροπούλου, Γ. Πανέτσος, Χ. Πανουσάκης, ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ: Πολεοδομία και Αρχιτεκτονική της Χώρας, Αθήνα 1994 "Αστυπάλαια: η πεταλούδα του αρχιπελάγους". Αφιέρωμα περιοδικού Γεωτρόπιο τεύχος 15 σ. 54-59 (Ιουλ. 2000) Bertarelli, L.V. (1929). Guida d'Italia, Vol. XVII. Consociazione Turistica Italiana, Milano. Kaletsch, Astypalaia - Siegfried Lauffer, Griechenland. Lexikon der historischen Stätten Β. Βέργης, Αστυπάλαια, Αθήναι 1922. Μ. Φίλιππα - Αποστόλου, Το Κάστρο της Αντιπάρου, Αθήνα 1978. Giusepe Gerola, I monumenti medioevali delle tredici Sporadi - Parte Seconda, Stampalia, Annuario della Reghia Scuola Archaelogica di Athene e delle Missioni Italiane in Oriente, 1916. Raymond - Joseph Loenertz, Les Querini I, II, Byzantina et Franco - Graeca, Edizioni di Storia di Letteratura, Roma 1970. -Μαρία Ζ. Σιγάλα, "Εικόνα της Κοίμησης της Θεοτόκου των όψιμων παλαιολόγειων χρόνων στην Αστυπάλαια", ΔΧΑΕ ΚΖ', Αθήνα 2006, 259-270.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Δήμος Αστυπάλαιας, επίσημος ιστότοπος. Αποτελέσματα δημοτικών εκλογών, ΕΕΤΑΑ «Τα «θαμμένα» βρέφη της Αστυπάλαιας», άρθρο στον ιστότοπο τΑρχείο:της εφημερίδας «Η Καθημερινή», 6 Αυγούστου 2011.

Εγγραφή στο Newsletter μας

Εγγραφείτε στο newsletter του mevrikes.gr και... τους βρήκατε!